κακορρημοσύνη

κακορρημοσύνη
κακορρημοσύνη, ἡ (Α) [κακορρήμων]
κακολογία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακορρημοσύνη — evil speaking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρημοσύνῃ — κακορρημοσύνη evil speaking fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρήμων — κακορρήμων, όρρημον (Α) 1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων ευτελής ρήτωρ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον η κακορρημοσύνη·. επίρρ... κακορρημόνως (Α) με κακορρήμονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”